ἄπειρ'

ἄπειρ'
ἄπειρα , ἄπειρος 1
without trial
neut nom/voc/acc pl
ἄπειρε , ἄπειρος 1
without trial
masc/fem voc sg
ἄπειρα , ἄπειρος 2
boundless
neut nom/voc/acc pl
ἄπειρε , ἄπειρος 2
boundless
masc/fem voc sg
ἄ̱πειρε , ἤπειρος
terra firma
fem voc sg

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Look at other dictionaries:

  • ισαχώς — ἰσαχῶς (Α) επίρρ. ίσα, σε ίσα μέρη, εξίσου, με ίσο αριθμό τρόπων («τἀγαθὸν ἰσαχῶς λέγεται τῷ ὄντι», Αριστοτ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < ἴσος + αχῶς (πρβλ. απειρ αχώς, πολλ αχώς, τετρ αχώς)] …   Dictionary of Greek

  • λειπώδιν — λειπώδιν, ινος, ἡ (Α) (στο λεξ. Σούδα) (για γυναίκα τής οποίας έχει περάσει η εποχή τής τεκνογονίας) αυτή που έχει απαλλαγεί από τις ωδίνες τού τοκετού. [ΕΤΥΜΟΛ. < θ. λειπ τού λείπω + ώδιν (< ὠδίς, ῖνος«πόνος τού τοκετού»), πρβλ. απειρ ώδιν …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”